ἀμφαδίην

ἀμφαδίην
ἀμ-φαδίην (ἀμφάδιος): adv., openly, publicly.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφαδίην — ἀμφάδιος public fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφάδιος — ἀμφάδιος, ία, ιον (Α) δημόσιος, φανερός. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφάδιος < ἀμφαδός*. Η αιτ. θηλ. (ἀμφαδίην) χρησιμοποιήθηκε ως επίρρημα. ΠΑΡ. ἀμφαδίην] …   Dictionary of Greek

  • αμφαδόν — ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α) δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ και φαν τού ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ , φαίνω + δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”